φερέγγυος

φερέγγυος
φερέγγῠος, ον, ([etym.] ἐγγύη)
A giving surety:—hence, generally, to be depended upon, trusty, φρούρημα, προστάται, σθένος, A.Th.449,797, Eu.87: c. inf., capable, sufficient,

οὐ φ. εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην Hdt.5.30

;

λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας Id.7.49

, cf. A.Th.396,470: c. gen. rei, warrant for a thing, able to answer for,

τί . . κελεύεις, ὧν ἐγὼ φ.; S.El.942

; trusty in face of danger,

πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος Th.8.68

.—Cf. ἐχέγγυος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερέγγυος — giving surety masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φερεγγυώτατον — φερέγγυος giving surety masc acc superl sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυον — φερέγγυος giving surety masc/fem acc sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγυώτατος — φερέγγυος giving surety masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύοις — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύους — φερέγγυος giving surety masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύῳ — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυοι — φερέγγυος giving surety masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφερέγγυος — α, ο μη φερέγγυος, αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερέγγυος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”